ὑπεράγαθος — transcendently good masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεράγαθος — η, ο ο πολύ αγαθός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεράγαθον — ὑπεράγαθος transcendently good masc/fem acc sg ὑπεράγαθος transcendently good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραγάθου — ὑπεράγαθος transcendently good masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραγάθῳ — ὑπεράγαθος transcendently good masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεράγαθε — ὑπεράγαθος transcendently good masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπεραγαθότης — ητος, ἡ, ΜΑ [ὑπεράγαθος] πάρα πολύ μεγάλη αγαθότητα, υπέρμετρη αγαθότητα … Dictionary of Greek
БЛАГО — [греч. τὸ ἀγαθόν, τὸ εὖ, τὸ καλόν; лат. bonum, bonitas], конечный (предельный) предмет стремления человека, движение к к рому не нуждается в дальнейшем обосновании; в богословии одно из Божественных имен (см. Имя Божие). Как философская категория … Православная энциклопедия
ВИЗАНТИЙСКАЯ ИМПЕРИЯ. ЧАСТЬ IV — Изобразительное искусство является важнейшей по значению в христ. культуре и наиболее обширной по количеству сохранившихся памятников частью художественного наследия В. и. Хронология развития визант. искусства не вполне совпадает с хронологией… … Православная энциклопедия